Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλέμμα το [vléma] Ο48 : 1. η στροφή των ματιών προς την κατεύθυνση ή το αντικείμενο που θέλουμε να δούμε· ματιά: Σηκώνω / χαμηλώνω / στρέφω το ~. Mια φωτεινή επιγραφή τράβηξε το ~ μου. Προσήλωσε το ~ της σ΄ ένα σημείο και αφαιρέθηκε τελείως. ΦΡ καρφώνω* κάπου το ~ μου. καρφώνω* κπ. με το ~ μου. ρίχνω* ένα ~. 2. η έκφραση των ματιών σε συγκεκριμένες στιγμές: Aνήσυχο / διαπεραστικό / επίμονο / βλοσυρό / άγριο / παγερό / τρυφερό / έξυπνο / βλακώδες / απλανές / ύπουλο ~.
[λόγ. < αρχ. βλέμμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βλέμμα το· βλέμμαν· έβλεμμα.
-
- 1) Ματιά, κοίταγμα:
- (Αχιλλ. N 1599).
- 2) Η έκφραση των οφθαλμών:
- Περιστερά τον είδ’ εκεί με λυπημένον βλέμμα (Αιτωλ., Μύθ. 404).
[αρχ. ουσ. βλέμμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ματιά, κοίταγμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- βλεμματίζω.
-
- Ρίχνω βλέμματα, βλέπω:
- αλλήλως εβλεμμάτισαν (Διγ. Esc. 1215).
[<ουσ. βλέμμα + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. τον 11. αι. (LBG)]
- Ρίχνω βλέμματα, βλέπω: