Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βλάχικος, επίθ.
-
- 1) Που αναφέρεται στους Βλάχους της Βλαχίας:
- τα … βλάχικα λεγόμενα φλωρία (Metrol. 14410).
- 2) Που προέρχεται από τους (νομάδες κτηνοτρόφους) Βλάχους:
- βλάχικον τυρίν (Προδρ. III 118).
[<εθν. Βλάχος + κατάλ. ‑ικος. Βλ. και LBG (λ. Βλαχικός). Η λ. και σήμ.]
- 1) Που αναφέρεται στους Βλάχους της Βλαχίας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλάχικος -η -ο [vláxikos] Ε5 : 1α. που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε Bλάχο: Bλάχικη ενδυμασία / γλώσσα. ~ γάμος. β. (ως ουσ.) τα βλάχικα: β1. η λατινογενής γλώσσα των Bλάχων: Kαταλαβαίνω τα βλάχικα, αλλά δεν τα μιλάω. β2. η ιδιαίτερη ενδυμασία των Bλάχων: Φόρεσε τα βλάχικα κι εμφανίστηκε στο πανηγύρι. 2. (μτφ.) α. που είναι άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος: Bλάχικο φέρσιμο. β. που είναι άκομψος, ακαλαίσθητος, χοντροκομμένος: Bλάχικα γούστα.
βλάχικα ΕΠIΡΡ 1. κατά τον τρόπο των Bλάχων, με τρόπο που θα ταίριαζε σε Bλάχο: Φέρεται ~. 2. στη γλώσσα των Bλάχων: Aπάντησε ~. [μσν. βλάχικος < εθν. Βλάχ(ος) -ικος]