Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλάβη η [vlávi] Ο30 : φθορά, ζημιά, αλλοίωση: Mικρή / μεγάλη / προσωρινή / μόνιμη / ανεπανόρθωτη ~. Σωματική / μηχανική ~. Προκαλώ / παθαίνω / υφίσταμαι ~. ~ του αναπνευστικού συστήματος. H καθυστέρηση του αεροπλάνου οφείλεται σε τεχνική ~. Yπέστη σοβαρή ηθική ~, μείωση. (λόγ. έκφρ.) ανήκεστος* / ανήκεστη ~.
[αρχ. βλάβη]
[Λεξικό Κριαρά]
- βλάβη η.
-
- 1) Ζημία, πάθημα:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 146), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ 1226).
- 2)
- α) (Προκ. για το ανθρώπινο σώμα) κακοποίηση:
- Περί βλάβης σώματος ελευθέρου (Βακτ. αρχιερ. 140)·
- β) πληγή:
- θέλω να θεραπεύσω την βλάβη ετούτην την σκληρήν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1321])·
- γ) (πιθ.) αρρώστια:
- Δηλοί … γυναικών βλάβην και ευθηνία της ωνής (Ωροσκ. 4216).
- α) (Προκ. για το ανθρώπινο σώμα) κακοποίηση:
- 3) (Προκ. για πολεμική επιχείρηση) καταστροφή, όλεθρος:
- βλάβην των ελεεινών τότε πολλήν εδώκε (Κορων., Μπούας 118).
[αρχ. ουσ. βλάβη. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ζημία, πάθημα: