Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βιόλα (I) η.
-
- Ίον, μενεξές:
- Στες βιόλες δείχνει ανάμεσα ρόδον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [130])·
- (μεταφ., σε προσφών.):
- ω βιόλα μου παμφούμιστη (Διακρούσ. 9825).
[<ιταλ. viola. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ίον, μενεξές:
[Λεξικό Κριαρά]
- βιόλα (II) η.
-
- Μουσικό όργανο παρόμοιο με βιολί:
- τρουμπέτες, βιόλες, μπίφαρα (Διήγ. Βελ. χ 274).
[<ιταλ. viola. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Μουσικό όργανο παρόμοιο με βιολί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιόλα 1 η [vjóla] Ο25 : έγχορδο μουσικό όργανο, σε σχήμα και μέγεθος μεγάλου βιολιού.
[μσν. βιόλα < ιταλ. viola]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιόλα 2 η : γενική ονομασία φυτών, από τα οποία το γνωστότερο είναι η βιολέτα.
[ελνστ. βιόλα < λατ. viola]