Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιτρό το [vitró] Ο (άκλ.) : επιφάνεια η οποία συντίθεται από κομμάτια χρωματιστού γυαλιού, που σχηματίζουν διακοσμητικά σχήματα ή παραστάσεις· υαλογράφημα: Tα παράθυρα της γοτθικής εκκλησίας είχαν θαυμάσια ~.
[λόγ. εν. < γαλλ. πληθ. (les) vitraux (αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν.)]