Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιτρό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιτρό το [vitró] Ο (άκλ.) : επιφάνεια η οποία συντίθεται από κομμάτια χρωματιστού γυαλιού, που σχηματίζουν διακοσμητικά σχήματα ή παραστάσεις· υαλογράφημα: Tα παράθυρα της γοτθικής εκκλησίας είχαν θαυμάσια ~.

[λόγ. εν. < γαλλ. πληθ. (les) vitraux (αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες