Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιτριόλι το [vitrióli] Ο44 : ισχυρό, ανόργανο οξύ, με διαβρωτικές ιδιότητες και πολλαπλές χρήσεις στη βιομηχανία· το θειικό οξύ.
[λόγ. < γαλλ. vitriol -ιον με προσαρμ. στη δημοτ.]