Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιτρίνα η [vitrína] Ο25 : 1. χώρος κυρίως στην πρόσοψη καταστημάτων, που έχει μπροστά τζάμι και χρησιμεύει για την έκθεση εμπορευμάτων· προθήκη: ~ καταστημάτων / κοσμηματοπωλείου. Φτιάχνω / στολίζω τη ~. Xάζευε τις βιτρίνες των καταστημάτων. || Ψυγείο ~, είδος επαγγελματικού ψυγείου με γυάλινη προθήκη. || (επέκτ.) η γυάλινη πρόσοψη: Έσπασαν τις βιτρίνες της τράπεζας. 2. (μτφ.) α. επίδειξη, διαφήμιση με στόχο τη δημιουργία (ψευδών) εντυπώσεων: H κυβέρνηση κατηγορείται ότι διέθεσε πολλά χρήματα για έργα βιτρίνας. β. το ορατό, το προβαλλόμενο σημείο: H ~ ενός έθνους είναι η πολιτιστική του ανάπτυξη. γ. η πλαστή και ψεύτικη επιφάνεια: Πίσω απ΄ τη ~ της ελευθερίας, κρύβεται συχνά η καταπίεση κι η αλλοτρίωση του ανθρώπου.
[γαλλ. vitrin(e) -α]