Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιοχημικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιοχημικός -ή -ό [vioximikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη βιοχημεία, που σχετίζεται με αυτήν: Bιοχημικές έρευνες / θεωρίες. Bιοχημικό εργαστήριο. || (ως ουσ.) ο βιοχημικός, επιστήμονας που ασχολείται με τη βιοχημεία.

[λόγ. < βιο- + χημικός μτφρδ. αγγλ. biochemist < bio- = βιο- + chemist = χημικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες