Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιοφυσικός -ή -ό [viofisikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη βιοφυσική, που σχετίζεται με αυτή: Bιοφυσικές μελέτες / έρευνες. || (ως ουσ.) ο βιοφυσικός, επιστήμονας που ασχολείται με τη βιοφυσική.
[λόγ. βιο- + φυσικός μτφρδ. αγγλ. biophysicist < bio- = βιο- + physicist = φυσικός]