Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιοτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βιοτικός, επίθ.· βιότικος.
  • Που σχετίζεται με τις ανθρώπινες φροντίδες για τη ζωή (στο υλικό της νόημα), τα εγκόσμια:
    • τα βιοτικά πράγματα (Νομοκ. 38822).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) (Πληθ.) τα πράγματα του κόσμου, τα υλικά αγαθά, τα αναγκαία για τη ζωή:
      • τα βιοτικά εδόθη ν’ αγαπούμε (Φαλιέρ., Ρίμ. 8).
    • 2) Χρηματική περιουσία:
      • εις τέτοιες πραγματειές το βιοτικόν του ας βάνει (Πικατ. 240).

[αρχ. επίθ. βιωτικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιοτικός -ή -ό [viotikós] Ε1 : που αναφέρεται στη ζωή των ανθρώπων: H άνοδος / η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Οι βιοτικές ανάγκες διαφέρουν από εποχή σε εποχή και από χώρα σε χώρα. Οι βιοτικές μέριμνες περιορίζουν τα άλλα ενδιαφέροντα του ανθρώπου.

[λόγ. < ελνστ. βιωτικός, αρχ. σημ.: `κατάλληλος για ζωή΄ (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες