Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιοτέχνης ο [viotéxnis] Ο10 : ο ιδιοκτήτης βιοτεχνίας: H κυβέρνηση υποσχέθηκε να ενισχύσει τους βιοτέχνες με δάνεια.
[λόγ. βιοτεχν(ία) -ης (αναδρ. σχημ.)]