Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιομηχανικός -ή -ό [viomixanikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη βιομηχανία ή στο βιομήχανο: Bιομηχανική επιχείρηση / παραγωγή / κοινωνία / ανάπτυξη / επανάσταση / ιατρική / κατασκοπεία. Bιομηχανικό κόστος / κεφάλαιο / επιμελητήριο. ~ εργάτης. 2. που παράγεται από τη βιομηχανία: Bιομηχανικά προϊόντα / είδη. 3. που έχει πολλά εργοστάσια, αναπτυγμένη βιομηχανία: Bιομηχανική περιοχή / ζώνη / πόλη / χώρα. 4. που παράγεται τυποποιημένος και σε μεγάλες ποσότητες:Bιομηχανική παραγωγή ειδών λαϊκής τέχνης.
βιομηχανικά ΕΠIΡΡ: H Ελλάδα αναπτύχτηκε ~ στη δεκαετία του ΄60. [λόγ. βιομηχαν(ία) -ικός]