Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιολιτζής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιολιτζής ο [vjolidzís] Ο8 : (λαϊκότρ.) λαϊκός μουσικός που παίζει βιολί. ΦΡ βαράτε βιολιτζήδες, για έκφραση πλήρους αδιαφορίας.

[βιολ(ί) -ιτζής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες