Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιογενετικός -ή -ό [viojenetikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη βιογένεση: ~ νόμος. Bιογενετικές θεωρίες.
[λόγ. < γαλλ. biogénétique < bio- = βιο- + αρχ. γενετικός]