Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βινύλιο το [vinílio] Ο41 & βινύλ το [viníl] Ο (άκλ.) : α. (χημ.) οργανική ρίζα που περιέχεται σε διάφορες ενώσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην τεχνολογία. β. ο βινυλίτης: Δίσκος βινυλίου. || (επέκτ.) ο δίσκος του πικάπ, που είναι κατασκευασμένος από βινυλίτη: Tο τραγούδι αυτό δεν έχει κυκλοφορήσει σε ~.
[λόγ. < διεθ. vinyl < λατ. vin(um) `κρασί΄ + αρχ. ὕλ(η) -ιον· λόγ. < διεθ. vinyl]