Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιμπράτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιμπράτο το [vibráto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) ελαφρά και γρήγορη διακύμανση του τονικού ύψους των φθόγγων κατά την εκτέλεση (με φωνή ή με όργανο) μουσικού κομματιού.

[λόγ. < ιταλ. vibrato]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες