Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βικίον το· βικίν.
-
- α) Πήλινο αγγείο για νερό, σταμνί:
- το βικίν εχάσαμεν, εκλάστη το ποτήριν (Προδρ. II 57-1 χφ H κριτ. υπ.)·
- β) μικρό στενόλαιμο δοχείο για μύρο, κ.ά.:
- βικίον υέλινον (Ορνεοσ. αγρ. 5455).
[μτγν. ουσ. βικίον. Τ. ‑ί, κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]
- α) Πήλινο αγγείο για νερό, σταμνί: