Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βικάριος ο· αβικάρης· αβικάριος.
-
- 1) Έκφρ. βικάριος (ν)τζενεράλ = τίτλος του βάιλου ή του κυβερνήτη του Μορέως (λατ. vicarius generalis):
- (Χρον. Μορ. H 7992, 8102).
- 2) Επίτροπος επισκόπου:
- εκ του μέρους του αυτού αρχιεπισκόπου Λευκουσίας και τους αβικαρίους αυτού (Διάτ. Κυπρ. 5043).
[μτγν. ουσ. βικάριος (DGE)]
- 1) Έκφρ. βικάριος (ν)τζενεράλ = τίτλος του βάιλου ή του κυβερνήτη του Μορέως (λατ. vicarius generalis):