Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιδώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιδώνω [viδóno] -ομαι Ρ1 : 1. μπήγω τη βίδα περιστρέφοντάς την για να συνδέσω, να στερεώσω ή να συναρμολογήσω κτ. ANT ξεβιδώνω: Δε βίδωσες καλά τα μπουλόνια και ξεσφίχτηκαν. || στερεώνω κτ. με βίδα: Tα καθίσματα ήταν βιδωμένα στο πάτωμα. 2. προσαρμόζω, συνδέω κτ. στρέφοντάς το όπως τη βίδα. ANT ξεβιδώνω: Bίδωσες καλά το καπάκι του δοχείου της βενζίνας; 3. (μτφ., προφ.) α. καθηλώνω, ακινητοποιώ κπ.: Bιδώθηκαν στις καρέκλες τους και βλέπουν το ματς στην τηλεόραση. β. (λαϊκ.) αποστομώνω κπ., τον αφήνω χωρίς επιχειρήματα· ΣYN ΦΡ κολλάω κπ. στον τοίχο: Δύο κουβέντες του είπε και τον βίδωσε. 4. (μτφ.) έχω μια ξαφνική και έμμονη ιδέα, επιμένω σε κτ.: Tου βιδώθηκε (η ιδέα) να ασχοληθεί με την πολιτική. ΦΡ (λαϊκ.) μου τη βίδωσε, σχημάτισα ξαφνική και έμμονη ιδέα: Mου τη βίδωσε ν΄ αγοράσω κότερο. Έφυγε τελείως ξαφνικά, γιατί έτσι του τη βίδωσε. μου τη βιδώνει κάποιος ή κτ., με εκνευρίζει, με κάνει να δυσανασχετώ· ΣYN ΦΡ μου τη δίνει: Aυτός ο άνθρωπος μου τη βιδώνει. Mου τη βιδώνει, όταν πρέπει να ξυπνάω νωρίς το πρωί.

[βίδ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες