Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιδέλο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιδέλο το [viδélo] Ο39 : 1. το κρέας του μοσχαριού. 2. το κατεργασμένο δέρμα του μοσχαριού.

[ιταλ. vitello ίσως μέσω των βεν. (πρβ. τουρκ. vidéle)]

[Λεξικό Κριαρά]
βιδέλο το.
  • Μοσχάρι:
    • ένα μερί βιδέλο (Φορτουν. Ε´ 69).

[<βεν. vedelo. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες