Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιγλάτορας ο [viγlátoras] Ο5 : (παρωχ., λογοτ.) σκοπός, φρουρός, ειδικά αυτός που βρίσκεται σε παρατηρητήριο σε ψηλή θέση.
[μσν. βιγλάτορας < βιγλάτωρ, αιτ. -ορα < υστλατ. *viglator < λατ. vigilare, δες στο βίγλα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βιγλάτορας ο.
-
- Φρουρός, φύλακας:
- τον είδαν … οι βιγλατόροι (Αλεξ. 1113).
[παλαιότ. ουσ. βιγλάτωρ (7.-8. αι., LBG, Meursius) <λατ. vigilator. Η λ. στο Βλάχ. (‑τω‑) και σήμ. ιδιωμ.]
- Φρουρός, φύλακας: