Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιβλιοδετώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιβλιοδετώ [vivlioδetó] -ούμαι Ρ10.9 : συρράπτω τυπωμένα φύλλα χαρτιού ή τευχών διάφορων εντύπων, ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα (βιβλίο)· κάνω βιβλιοδεσία.

[λόγ. βιβλιοδέτ(ης) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες