Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιβλιογραφικός -ή -ό [vivlioγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη βιβλιογραφία: Bιβλιογραφικό δελτίο / σημείωμα. Bιβλιογραφική έρευνα / μελέτη / ενημέρωση. ~ πίνακας. Bιβλιογραφικές παραπομπές.
[λόγ. < γαλλ. bibliographique < bibliogra ph(ie) = βιβλιογραφ(ία) -ique = -ικός]