Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βιβάρι(ο)ν το· διβάρι.
-
- α) Χώρος όπου διατηρούνται ζώα·
- (ειδικ.) προκ. για λιμνούλα ή δεξαμενή με ψάρια, ενυδρείο:
- εποίησεν βιβάρια πανθαύμαστα ιχθύων (Διγ. Esc. 1638)·
- (ειδικ.) προκ. για λιμνούλα ή δεξαμενή με ψάρια, ενυδρείο:
- β) ιχθυοτροφείο:
- (Notizb. 23)·
- τα διβάρια του Βασιλαδιού (Σουμμ., Ρεμπελ. 188).
- Η λ. στον πληθ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 20316, 2991).
[<λατ. vivarium. Ο τ., τ. ‑ι, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. (‑ιον) τον 6. αι. (Soph.· βλ. και LBG) και στο Meursius]
- α) Χώρος όπου διατηρούνται ζώα·