Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιασύνη η [vjasíni] Ο30α : 1. η ιδιότητα του βιαστικού· βία2, βιάση: Mέσα στη ~ μου ξέχασα την τσάντα με τα έγγραφα. Στη ~ της να προλάβει, τράκαρε με το αυτοκίνητο. 2. (συνήθ. πληθ.) ενέργεια που γίνεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, βεβιασμένα: Δε θέλω βιασύνες στη δουλειά.
[επέκτ. της λ. βιάση κατά τα άλλα ουσ. σε -(ο)σύνη]