Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βιαστικός, επίθ.
-
- 1) Που βιάζεται:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42311).
- 2) (Προκ. για είδηση) που βιάζει, που επείγει:
- μαντάτο βιαστικό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3933).
- 3) Καταναγκαστικός, τυραννικός:
- η βιαστική εξουσία (Κορων., Μπούας 73).
- 4) (Προκ. για τόπο, δρόμο) δύσβατος:
- (Παράφρ. Χων. 666).
[αρχ. επίθ. βιαστικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που βιάζεται:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιαστικός -ή -ό [vjastikós] Ε1 : 1. (για πρόσ.) που πιέζεται από την έλλειψη χρόνου: Δεν έχω καιρό για κουβέντες, είμαι βιαστική. Έφυγε ~ για τη δουλειά του. 2. (για ενέργειες) α. που γίνεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα: Bιαστικό σημείωμα. Bιαστική αναχώρηση. Δε θέλω βιαστικές δουλειές. Mην παίρνεις βιαστικές αποφάσεις. β. που ο χρόνος πιέζει να γίνει σε σύντομο (χρονικό) διάστημα· επείγων: H υπόθεση είναι βιαστική και δεν παίρνει αναβολή.
βιαστικά ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2α: Έφυγα ~ και ξέχασα τα γυαλιά μου. Ενέργησες ~ και πρόχειρα. [βιάσ(η) -τικός (διαφ. το αρχ. βιαστικός `βίαιος΄)]