Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιαστής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιαστής ο [viastís] Ο7 : 1. αυτός που εξαναγκάζει κπ. σε συνουσία χωρίς τη θέλησή του: H αστυνομία συνέλαβε το βιαστή. 2. αυτός που επεμβαίνει βίαια, που ασκεί βία: Οι βιαστές της ελληνικής γλώσσας.

[λόγ. < ελνστ. βιαστής `που ασκεί βία΄, με αλλ. της σημ. κατά το βιάζω 1]

[Λεξικό Κριαρά]
βιαστής ο.
  • 1) Αυτός που χρησιμοποιεί βία, βασανιστής:
    • πικρός βιαστής μου, τύραννος αιματοκαρδιοπότης (Λίβ. Sc. 2252).
  • 2) Επόπτης, επιστάτης (εργασίας):
    • (Πεντ. Έξ. V 6).

[μτγν. ουσ. βιαστής. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες