Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιασμός ο [viazmós] Ο17 : 1. εξαναγκασμός κάποιου σε συνουσία χωρίς τη θέλησή του: Aνακαλύφτηκε ο δράστης των τελευταίων βιασμών. 2. βίαιη επέμβαση, παραβίαση: Ο ~ της θέλησης του ελληνικού λαού. Ο ~ της γλώσσας.
[λόγ.: 2: ελνστ. βιασμός, αρχ. σημ.: `βία΄· 1: σημδ. γαλλ. viol]
[Λεξικό Κριαρά]
- βιασμός ο.
-
- 1) Βιαιότητα· θυμός:
- (Λίβ. (Lamb.) N 403).
- 2) Σπουδή, βιασύνη:
- να φάτε αυτό με βιασμό (Πεντ. Έξ. XII 11).
- 3) (Ιατρ., στον πληθ.) οξείς σπασμωδικοί πόνοι στα έντερα κατά την προσπάθεια για αποπάτηση, ιδ. σε περίπτωση διάρροιας:
- Εις βιασμούς, όταν δεν δύνεται να σπαράξει (Ιατροσ. κώδ. το´)·
- να έχει βιασμούς ωσάν λυσιντερία (Ιατροσ. κώδ. σλς´).
[αρχ. ουσ. βιασμός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Βιαιότητα· θυμός: