Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιαιοπραγία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιαιοπραγία η [vieoprajía] Ο25 : πράξη που γίνεται με τη χρήση φυσικής βίας: Mετά το τέλος του αγώνα άρχισαν βιαιοπραγίες μεταξύ των φιλάθλων των αντίπαλων ομάδων. || βίαιη επίθεση, πρόκληση σωματικής κάκωσης: Kαταδικάστηκε για ~. (νομ.) κάθε επίθεση εναντίον προσώπου με χρησιμοποίηση σωματικής δύναμης: ~ κατ΄ ανωτέρου, αδίκημα επίθεσης στρατιωτικού εναντίον ανωτέρου του.

[λόγ. βιαιοπραγ(ώ) -ία μτφρδ. γαλλ. acte de violence ή γερμ. Gewaltakt]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες