Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιάση η [vjási] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (λογοτ.) η βιασύνη.
[βια- (βιάζω 2, -ομαι) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- βιάση η.
-
- Βιασύνη, σπουδή, βία:
- Φεύγει με βιάση ο πασάς και τα μπερτόνια αφήνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39319· Φορτουν. Α´ 95).
[<βιάζω + κατάλ. ‑ση. Η λ. και σήμ.]
- Βιασύνη, σπουδή, βία: