Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βιάζω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Μεταχειρίζομαι βία (εναντίον κάπ.), αναγκάζω διά της βίας, υποχρεώνω:
- να μπαρκαριστούσιν έβιαζέν τους (Λεηλ. Παροικ. 596· Σαχλ., Αφήγ. 543), (Διγ. Άνδρ. 33110)·
- β) αναγκάζω, εξαναγκάζω:
- (Χρον. Μορ. P 5728)·
- το θέλημα τ’ αφέντη μου κι η ορδινιά με βιάζει (Θυσ. 278)·
- γ) (προκ. για τον άνεμο):
- (Σκλάβ. 222)·
- δ) αναγκάζω διά της βίας γυναίκα σε ερωτική ένωση:
- (Διγ. Άνδρ. 37530)·
- ε) αφαιρώ την αγνότητα, την παρθενιά κόρης (παρά τη θέλησή της):
- εκ Θεού τηρείτ’ η παρθενιά μου και δεν ευρέθηκεν τινάς ως διά να με βιάσει (Απολλών. 737)·
- στ) πιέζω (κάπ.), πιέζω φορτικά:
- μετά όρκου με βιάζει να τον ειπώ είτι κακόν και αν έπαθα (Λίβ. Sc. 1463· Σαχλ. A´ PM 180)·
- ζ) καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση, «ζορίζω»:
- (Σαχλ. A´ PM 283).
- α) Μεταχειρίζομαι βία (εναντίον κάπ.), αναγκάζω διά της βίας, υποχρεώνω:
- 2) Παρακινώ, παροτρύνω έντονα:
- ν’ αρματωθού να τ’ ακλουθού στον πόλεμο τσι βιάζει (Ερωτόκρ. Δ´ 998· Διγ. Z 4347).
- 3) Καταπονώ:
- (Πεντ. Γέν. XXXIII 13).
- 4) Προσπαθώ:
- να μου φύγεις βιάζεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1142]).
- 1)
- Β´ (Αμτβ., προκ. για κύμα, νερό) ταράζομαι, γίνομαι ορμητικός:
- (Πεντ. Γέν. ΧLIX 4).
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) (Μτβ.) μεταχειρίζομαι βία, υποχρεώνω με τη βία:
- (Διγ. Z 767).
- 2) Δυσκολεύομαι:
- Εάν ρέγχῃ ο ιέραξ … και βιάζηται του φαγείν (Ιερακοσ. 43526).
- 3) Πιέζω τον εαυτό μου (να κάνει κ.), προσπαθώ:
- (Χρον. Μορ. H 4298).
- 4) Επείγομαι, βιάζομαι, σπεύδω:
- εβιάζετον να σώσει εις την χώραν Καππαδοκίαν (Διγ. Άνδρ. 4017)·
- εβιάστη δυνατά φουσσάτα να σωρέψει (Χρον. Μορ. H 3240).
- 5) Βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση:
- όταν βιάζεσαι πολλά να εύρεις να σου δανείζουν (Διδ. Σολομ. Ρ 69).
- 6) Επιμένω πιεστικά:
- (Βίος Αλ. 4989).
- 7) Καταπτοούμαι, καταπλήσσομαι, τρομάζω:
- (Πεντ. Δευτ. XX 3).
- 8) Καταβάλλω έντονη προσπάθεια:
- βιαζόμενος ν’ αγοραστεί με χρήματα υπερπύρων (Χρον. Μορ. H 4323).
- 9) Κάνω γρήγορα, βιάζομαι:
- βιάζου πολλά, μηδέν αργείς (Απόκοπ. 478).
- 1) (Μτβ.) μεταχειρίζομαι βία, υποχρεώνω με τη βία:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Που γίνεται με δυσκολία:
- το ρίψιμον αυτού ένι βεβιασμένον και κολλώδες (Ορνεοσ. 5829).
- 2) (Προκ. για ποταμό) φουσκωμένος και ορμητικός (από τη βροχή):
- (Κυπρ. ερωτ. 1073).
- 1) Που γίνεται με δυσκολία:
[αρχ. βιάζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιάζω 1 [viázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. εξαναγκάζω κπ. να υποστεί τη σεξουαλική πράξη χωρίς τη θέλησή του: Bοσκοί βίασαν τουρίστρια. Mπορεί μια γυναίκα να βιάσει έναν άντρα; 2. ασκώ πίεση για να επιβάλω τη θέλησή μου· εξαναγκάζω, υποχρεώνω: Tον βίασαν να υπογράψει το χαρτί. Aν δε θέλεις, δε σε ~. || Bιάστηκε βάναυσα η αλήθεια / η αξιοπρέπεια, προσβλήθηκε.
[λόγ.: 2: αρχ. βιάζω· 1: σημδ. γαλλ. violer]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιάζω 2 [vjázo] Ρ2.1α : πιέζω χρονικά: Πήγαινε σιγά σιγά, δε σε βιάζει κανείς. || (στο γ' πρόσ.) επείγει: Tο πράγμα / η υπόθεση βιάζει.
[μσν. βιάζω < αρχ. βιάζω `ασκώ πίεση΄]