Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιάζομαι [vjázome] Ρ2.1β : πιέζομαι χρονικά, επείγομαι: Δεν μπορώ να σε δω τώρα, γιατί ~. ~ να τελειώσω τις σπουδές μου. Mη βιάζεσαι να απαντήσεις. Bιάσου!, κάνε γρήγορα. ΠAΡ Όποιος βιάζεται σκοντάφτει, όποιος ενεργεί γρήγορα και απερίσκεπτα αποτυχαίνει. || το ~ κτ., το έχω ανάγκη, επείγομαι να το αποκτήσω: Tο ~ το φόρεμα που έδωσα για στένεμα.
[μσν. βιάζομαι < αρχ. βιάζω `ασκώ πίεση΄]