Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βηρύλλιο(ν) το.
-
- Πολύτιμος λίθος με γαλαζοπράσινο χρώμα:
- (Ροδολ. Γ´ 99).
[μτγν. ουσ. βηρύλλιον (DGE, λ. ‑ιος)]
- Πολύτιμος λίθος με γαλαζοπράσινο χρώμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- βηρύλλιος, επίθ.
-
- Που είναι κατασκευασμένος από την πολύτιμη πέτρα βήρυλλο:
- βηρύλλιον τε θώρακα (Βίος Αλ. 5387).
[<μτγν. ουσ. βήρυλλος η + κατάλ. ‑ιος]
- Που είναι κατασκευασμένος από την πολύτιμη πέτρα βήρυλλο: