Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βημόθυρο το [vimóθiro] Ο42 : η Ωραία Πύλη του χριστιανικού ναού. || (συνήθ. πληθ.) καθένα από τα δύο φύλλα της Ωραίας Πύλης.
[λόγ. < ελνστ. βημόθυρον]
[Λεξικό Κριαρά]
- βημόθυρον το.
-
- (Εκκλ.) η μεσαία πόρτα του ιερού, η ωραία πύλη:
- βημόθυρον μέγα, εκλεκτόν (Ιστ. πατρ. 20318).
[<ουσ. βήμα + θύρα. Η λ. τον 4. αι. και σήμ. (‑ο)]
- (Εκκλ.) η μεσαία πόρτα του ιερού, η ωραία πύλη: