Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βηματοδότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βηματοδότης ο [vimatoδótis] Ο10 : συσκευή που υποβοηθάει τη λειτουργία της καρδιάς σε περιπτώσεις ανωμαλιών του καρδιακού ρυθμού: Εσωτερικός / εξωτερικός ~.

[λόγ. βηματ- (βήμα) -ο- + -δότης απόδ. αγγλ. pacemaker]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες