Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βηματοδότης ο [vimatoδótis] Ο10 : συσκευή που υποβοηθάει τη λειτουργία της καρδιάς σε περιπτώσεις ανωμαλιών του καρδιακού ρυθμού: Εσωτερικός / εξωτερικός ~.
[λόγ. βηματ- (βήμα) -ο- + -δότης απόδ. αγγλ. pacemaker]