Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βηματίζω [vimatízo] Ρ2.1α : κάνω βήματα, περπατώ χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση και σε περιορισμένο χώρο: Bημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιό του.
[λόγ. < ελνστ. βηματίζω, αρχ. σημ.: `μετράω με βήματα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βηματίζω.
-
- Κάνω βήματα, βαδίζω, περπατώ:
- (Διγ. Gr. 1263).
[αρχ. βηματίζω. Η λ. και σήμ.]
- Κάνω βήματα, βαδίζω, περπατώ: