Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βεστιάριον το· βιστάριον· βιστιάριον.
-
- 1) Το σύνολο των ενδυμάτων, απαραίτητος ρουχισμός:
- βεστιάρια τιμητά πεντακοσίας λίτρας (Διγ. Z 2079).
- 2) Βασιλικό ταμείο, θησαυροφυλάκιο:
- πάσαν την αυτού περιουσίαν απήρε και εισήξεν εις το βεστιάριον αυτού (Παράφρ. Χων. 681).
[<λατ. vestiarium. O τ. βιστιάριον στον Ησύχ. Βλ. και βιαστήρι. Η λ. στη Σούδα (βλ. και LBG) και σήμ. (‑ο)]
- 1) Το σύνολο των ενδυμάτων, απαραίτητος ρουχισμός: