Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βεστιάριο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βεστιάριο το [vestiário] Ο42 : 1. ο χώρος όπου φυλάσσονται οι ενδυμασίες των ηθοποιών ενός θιάσου. 2. ο χώρος όπου οι προσερχόμενοι (σ΄ ένα θέατρο, σ΄ ένα κέντρο, σε μια βιβλιοθήκη) αφήνουν τα επανωφόρια και διάφορα προσωπικά αντικείμενά τους για φύλαξη· γκαρνταρόμπα.

[λόγ. < ιταλ. vestiario (πρβ. ελνστ. βεστιάριον `γκαρνταρόμπα΄ < λατ. vestiarium)]

[Λεξικό Κριαρά]
βεστιάριον το· βιστάριον· βιστιάριον.
  • 1) Το σύνολο των ενδυμάτων, απαραίτητος ρουχισμός:
    • βεστιάρια τιμητά πεντακοσίας λίτρας (Διγ. Z 2079).
  • 2) Βασιλικό ταμείο, θησαυροφυλάκιο:
    • πάσαν την αυτού περιουσίαν απήρε και εισήξεν εις το βεστιάριον αυτού (Παράφρ. Χων. 681).

[<λατ. vestiarium. O τ. βιστιάριον στον Ησύχ. Βλ. και βιαστήρι. Η λ. στη Σούδα (βλ. και LBG) και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
βεστιάριος ο· βεστιάρης· βιστιάρης· βιστιάριος.
  • 1) Αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής, υπεύθυνος για το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο:
    • (Θεολ., Τζίρ. 35614).
  • 2) Ανώτερος αξιωματούχος των παραδουνάβιων ηγεμονιών με οικονομικές αρμοδιότητες:
    • (Σταυριν. 281
    • μέγαν βιστιάριον (Στ. βοεβ. 40).
  • 3) Θησαυροφύλακας (στην αυλή του τσάρου):
    • (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1444]).
  • Ο τ. βιστιάρης ως επών.:
    • (Σταυριν. 1305).

[μτγν. ουσ. βεστιάριος (DGE)· βλ. και LBG. Για τους τ. βι‑ πβ. βεστιάριον, τυπολ., καθώς και ρουμ. vistier, τουρκ. vistyar (Matei, RESEE 4, 1966, 226)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες