Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βερνικώνω [vernikóno] -ομαι Ρ1 : επιστρώνω μια επιφάνεια με βερνίκι. ΦΡ κέρατο βερνικωμένο, για άνθρωπο δύστροπο, σκληρό, αντιπαθή.
[βερνίκ(ι) -ώνω]