Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βερνικώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βερνικώνω [vernikóno] -ομαι Ρ1 : επιστρώνω μια επιφάνεια με βερνίκι. ΦΡ κέρατο βερνικωμένο, για άνθρωπο δύστροπο, σκληρό, αντιπαθή.

[βερνίκ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες