Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βερνίκι το [verníki] Ο44 : 1. ρευστή, ρητινώδης ουσία που χρησιμοποιείται ως επίχρισμα σε διάφορες επιφάνειες για στίλβωση ή και για προστασία: ~ επίπλων / πατώματος / παπουτσιών, λούστρο. || ~ νυχιών. 2. (μτφ. για πρόσ.) λαμπερή επιφάνεια που καλύπτει επιμελώς την ανυπαρξία ουσιαστικών, πραγματικών προσόντων: Aν ξύσεις το ~ των καλών του τρόπων, θα βρεις από κάτω έναν άξεστο και αγροίκο άνθρωπο.
[ελνστ. βερενίκιον, *βερνίκιον < τοπων. Βερενίκη, *Βερνίκη (πόλη της Κυρηναϊκής όπου παραγόταν) < όν. βασίλισσας Βερονίκη, Βερνίκη]