Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βερεσέ [veresé] επίρρ. τροπ. : (για αγοραπωλησίες) με πίστωση: Στα σουπερμάρκετ δεν μπορείς να ψωνίσεις ~. ΦΡ (αυτά) τ΄ ακούω ~, χωρίς να τα παίρνω υπόψη, χωρίς να δίνω σημασία. τζάμπα και ~, μάταια, άδικα. || (ως ουσ.) το βερεσέ*.
[τουρκ. veresiye]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βερεσέ το [veresé] Ο (άκλ.) & βερεσές ο [veresés] Ο13 πληθ. και βερεσέδια : η αγορά ή η πώληση με πίστωση: Ο μπακάλης μάς έκοψε το ~. ΦΡ ο βερεσές πέθανε, δε χορηγείται πίστωση (επιγραφή σε λαϊκά καταστήματα). || (πληθ.) τα βερεσέδια, χρήματα που πρέπει κάποιος να καταβάλει ή να εισπράξει από αγοραπωλησίες με πίστωση: Mε τάραξε στα βερεσέδια ο νοικάρης μου.
[ουσιαστικοπ. επίρρ. βερεσέ· βερεσ(έ) -ές]
[Λεξικό Κριαρά]
- βερεσές ο.
-
- Χρέος του αγοραστή που οφείλεται σε πίστωση του εμπόρου·
- φρ. παίρνω βερεσέ (όπου η λ. στην αιτιατ. σε επιρρ. χρ.) = αγοράζω «επί πιστώσει»:
- (Συναδ. φ. 170v).
- φρ. παίρνω βερεσέ (όπου η λ. στην αιτιατ. σε επιρρ. χρ.) = αγοράζω «επί πιστώσει»:
[<τουρκ. veresiye. Η λ. και σήμ.]
- Χρέος του αγοραστή που οφείλεται σε πίστωση του εμπόρου·