Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βερίκοκο το [veríkoko] Ο41 : στρογγυλό, σαρκώδες φρούτο με σκληρό, μεγάλο κουκούτσι και φλούδα χνουδωτή σε χρώμα πορτοκαλοκίτρινο· ο καρπός της βερικοκιάς. ΦΡ θα σου δείξω / θα σου μάθω τι θα πει / τι εστί ~, για απειλή.
[ελνστ. βερίκοκκον < αραβ. berkuk (ανάπτ. [i] ;) (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βερίκοκον το· βερίκουκον.
-
- Ο καρπός της βερικοκιάς, βερίκοκο·
- (εδώ συνεκδ. προκ. για το δέντρο βερικοκιά):
- Λειμών δε και μετόχιον … υπάρχει, γέμον νερατζών και βερικούκων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1510).
- (εδώ συνεκδ. προκ. για το δέντρο βερικοκιά):
[<μτγν. ουσ. βερικόκκιον. Η λ. το 10. αι. (L‑S· βλ. και LBG) και σήμ. (‑ο)]
- Ο καρπός της βερικοκιάς, βερίκοκο·
[Λεξικό Κριαρά]
- Βερίκοκος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. βερίκοκον:
- (Πωρικ. I 97).
- Προσωποπ. του ουσ. βερίκοκον: