Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βεντούζα η [vendúza] Ο25α : 1. μικρό, γυάλινο δοχείο με ανοιχτό στόμιο που, αφού θερμανθεί, το στόμιό του προσκολλάται στην πλάτη του ασθενή για θεραπευτικούς σκοπούς: Bάζω / παίρνω βεντούζες. Kρυολόγησε άσκημα και του έβαλα βεντούζες. Kοφτές βεντούζες, που συνοδεύονται από χάραξη του δέρματος του ασθενή. Mου κόλλησε σαν ~, για άνθρωπο φορτικό, ενοχλητικό. 2α. αντικείμενο από ελαστικό υλικό, σε σχήμα κούφιου κώνου ή ημισφαιρίου που, όταν πιεστεί σε μια επιφάνεια, προσκολλάται πάνω της, καθώς αφαιρείται ο αέρας που υπάρχει μέσα του: Στερεώνω κτ. με ~ πάνω στο τζάμι. β. αντίστοιχο εργαλείο με μακριά λαβή που χρησιμοποιείται για το ξεβούλωμα υδραυλικών εγκαταστάσεων: Ξεβουλώνω το νεροχύτη με ~. 3. όργανο ζώων, με το οποίο προσκολλώνται κάπου ή απομυζούν κτ.: ~ χταποδιού / βδέλλας.
[ιταλ. (βεν.) ventosa (στα ιταλ. κλειστή προφ. του [o] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- βεντούζα η.
-
- Βεντούζα:
- κάνει χρεία να του πάρουν βεντούζες (Μπερτολδίνος 147).
[<ιταλ. ventosa. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Βεντούζα: