Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βενζιναντλία η [venzinandlía] Ο25 : αντλία που μεταφέρει βενζίνη ή άλλα καύσιμα από το χώρο αποθήκευσης στην κατανάλωση.
[λόγ. βενζιν(ο)- + αντλία]