Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βενζίνη η [venzíni] Ο30 : ελαφρό και εύφλεκτο υγρό που παράγεται κυρίως από το πετρέλαιο και χρησιμοποιείται βασικά ως καύσιμο: Πρατήριο / αντλία βενζίνης. Συνθετική* / αμόλυβδη ~. Πρέπει να βάλω ~ στο αυτοκίνητο. Aκρίβυνε πάλι η ~.
[λόγ. < γαλλ. benzine (-ine = -ίνη) (ορθογρ. δαν.)]