Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βενζίνα η [venzína] Ο25 : (προφ.) 1. η βενζίνη. 2. καΐκι με βενζινοκίνητη μηχανή.
[λόγ. < ιταλ. benzina (ορθογρ. δαν., πρβ. λαϊκό μπενζίνα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βενζινάδικο το [venzináδiko] Ο41 : το πρατήριο βενζίνης: Σταμάτα στο πρώτο ~ που θα βρεις γιατί τελειώνει η βενζίνη.
[βενζίν(η) -άδικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βενζινάκατος η [venzinákatos] Ο36 : μικρό, ταχύπλοο σκάφος που κινείται με βενζίνη ή πετρέλαιο.
[λόγ. βενζιν(ο)- + άκατος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βενζιναντλία η [venzinandlía] Ο25 : αντλία που μεταφέρει βενζίνη ή άλλα καύσιμα από το χώρο αποθήκευσης στην κατανάλωση.
[λόγ. βενζιν(ο)- + αντλία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βενζινάροτρο το [venzinárotro] Ο41 : άροτρο που κινείται με βενζινομηχανή.
[λόγ. βενζιν(ο)- + άροτρον]