Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βενετικός -ή -ό [venetikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Bενετία, που προέρχεται από αυτήν· βενετσιάνικος: Bενετικό καράβι / κάστρο / φλουρί. Bενετική διάλεκτος. || Bενετικά στορ*.
[λόγ. < μσν. Βενετικός < τοπων. Βενετ(ία) -ικός < μσνλατ. Venetia]
[Λεξικό Κριαρά]
- βενέτικος (I), επίθ.
-
- Που σχετίζεται με τη Βενετία ή προέρχεται από εκεί:
- της βενέτικης της Αφεντιάς (Άλ. Κύπρ. 1549)·
- τα κάτεργα τα βενέτικα (Μαχ. 13016)·
- βενέτικες καδέγλες (Λεηλ. Παροικ. 536).
- Ως εθν. = Ενετός, Βενετσιάνος:
- (Προδρ. IV 121)·
- φεύγουσιν οι Βενέτικοι (Ανακάλ. 32· Μαχ. 6321).
- Το ουδ. ως ουσ. = χρυσό νόμισμα της Βενετίας:
- (Ερωτοπ. 448).
- Το ουδ. στον πληθ. ως τοπων. = η βενετική επικράτεια:
- (Σφρ., Χρον. 16220‑1).
[<λατ. veneticus. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]
- Που σχετίζεται με τη Βενετία ή προέρχεται από εκεί:
[Λεξικό Κριαρά]
- βενέτικος (II), επίθ.
-
- Γαλάζιος, γαλαζοπράσινος:
- κοντάριν … βενέτικον (Αχιλλ. L 1169 (πβ. Διγ. Esc. 17 κοντάριν βένετον).)>
[<επίθ. βένετος με επίδρ. του επιθ. βενέτικος. Τ. ‑ός στο LBG]
- Γαλάζιος, γαλαζοπράσινος: