Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βελόνι το [velóni] Ο44 : λεπτό και επίμηκες αντικείμενο, μυτερό στο μπροστινό άκρο και με τρύπα στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται στο ράψιμο· βελόνα1: Πήρε ~ και κλωστή και άρχισε το ράψιμο. || ράψιμο, ραπτική: Συντηρεί ολόκληρη οικογένεια με το ~. ΦΡ έχασε η Bενετιά ~, για ασήμαντο γεγονός, για απώλεια χωρίς καμιά συνέπεια.
[μσν. βελόνιν, υποκορ. του αρχ. βελόνη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βελονιά η [veloná] Ο24 : 1. το τρύπημα υφάσματος με βελόνα, ως διαδικασία ραψίματος: Bάλε δύο τρεις βελονιές στον ποδόγυρο, για να μην κρέμεται. 2. το τρύπημα με βελόνα: Aκόμα φαίνονται οι βελονιές απ΄ τις ενέσεις που έκανα. 3. η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικά τρυπήματα βελόνας στο ύφασμα και το αντίστοιχο τμήμα της κλωστής: Aραιά / πυκνή / ψιλή ~. 4. είδος ραφής που χαρακτηρίζεται από τον τρόπο που περνάει η βελόνα από το ύφασμα: Ίσια / λοξή / κρυφή / σταυρωτή ~. 5. (μτφ.) πόνος οξύς που μοιάζει με τσίμπημα βελόνας: Ένιωσα βελονιές σ΄ όλο μου το σώμα.
[βελόν(α) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βελονιάζω [velonázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (προφ.) ράβω αραιά και πρόχειρα· τρυπώνω. 2. περνώ την κλωστή από την τρύπα της βελόνας: Δε βλέπει να βελονιάσει την κλωστή. 3. περνώ κτ. σε νήμα με μια βελόνα· αρμαθιάζω: ~ τα φύλλα του καπνού.
[βελόν(α) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βελόνιασμα το [velónazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βελονιάζω.
[βελονιασ- (βελονιάζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βελονίδα η.
-
- Το ψάρι ζαργάνα:
- (Πουλολ. 91).
[<μτγν. ουσ. βελονίς. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Το ψάρι ζαργάνα:
[Λεξικό Κριαρά]
- βελόνιον το· βελόνι· βελόνιν.
-
- 1) Βελόνι του ραψίματος:
- βελόνιν … και ράμματα (Προδρ. III 159 χφφ GPK κριτ. υπ.)·
- (προκ. να δηλωθεί ελάχιστη ποσότητα, «το παραμικρό»):
- ου μη να επήραν από σου ένα μικρόν βελόνι (Χρον. Μορ. H 8963).
- 2) Μαγνητική βελόνα:
- ουκ είχαμεν … πενέζην να θωρεί απέσω εις το βελόνιν (Πουλολ. 541).
- 3) Το φυτό καυκαλίς η δαυκοειδής:
- (Σταφ., Ιατροσ. 7186).
[<ουσ. βελόνη + κατάλ. ‑ιον. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ., στο LBG (λ. ‑ιον) και σήμ. Η λ. τον 7. αι. (LBG)]
- 1) Βελόνι του ραψίματος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βελονισμός ο [velonizmós] Ο17 : μέθοδος για τη θεραπεία ορισμένων ασθενειών, που συνίσταται στην τοποθέτηση ειδικών λεπτών βελονών σε διάφορα σημεία του σώματος του ασθενή: Ο ~ εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Kίνα.
[λόγ. βελόν(η) -ισμός απόδ. αγγλ. acupuncture]