Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βελτιώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελτιώνω [veltióno] -ομαι Ρ1 : 1. κάνω κτ. καλύτερο, το διορθώνω· καλυτερεύω: Ο αθλητής βελτίωσε την επίδοσή του. H υγεία του αρρώστου βελτιώθηκε σημαντικά. Tο περιοδικό κυκλοφόρησε σε βελτιωμένη έκδοση. 2. γίνομαι καλύτερος: Πρέπει πάντα να προσπαθούμε να βελτιωνόμαστε.

[λόγ. < αρχ. βελτι(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες