Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βελτιωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελτιωτικός -ή -ό [veltiotikós] Ε1 : που συντελεί στην καλυτέρευση.

[λόγ. < ελνστ. βελτιωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες